εὐκρασίῃ

εὐκρασίῃ
εὐκρᾱσίῃ , εὐκρασία
good temperature
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκρασία — η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) [εύκρατος] 1. η γλυκύτητα τού καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα τού κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) η καλή κράση τού οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασία («εὐκρασία τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”